- ἐπάταξε
- πατάσσωbeataor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Юдифь — (יהודית) «Юдифь» с головой … Википедия
побѣдити — ПОБѢ|ДИТИ (415), ЖОУ (ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Победить, одержать победу: ˫ависѧ геѡоргиѥ. ˫ако добръ воинъ наречесѧ. и вражи˫а пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих 1156–1163, 100 об.; семь (ж). лѣ(т). побѣди мьстисла(в). на борѹ чюдь. ЛН XIII2, 8 (1113); гл҃и ми … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… … Dictionary of Greek
ἐπάταξ' — ἐπάταξα , πατάσσω beat aor ind act 1st sg ἐπάταξε , πατάσσω beat aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)